Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαδόξιδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδόξιδο το [laδóksiδo] Ο41 : μείγμα λαδιού και ξιδιού: Xταποδάκι με ~. ΦΡ τρεις το λάδι*, τρεις το ξίδι κι έξι το ~.

[μσν. λαδόξιδον < λαδο- + ξίδ(ι) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες