Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαδωτήρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδωτήρι το [laδotíri] Ο44 : δοχείο με λάδι για λίπανση· λαδερό.

[λα δώ(νω) -τήρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες