Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαδομπογιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδομπογιά η [laδobojá] Ο24 : μπογιά που παρασκευάζεται από χρωστικές ουσίες και από διάφορους τύπους λαδιών· ελαιόχρωμα: Θα βάψω τους τοίχους με πλαστικό και τις πόρτες με ~.

[λαδο- + μπογιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδομπογιατίζω [laδobojatízo] -ομαι & λαδομπογιαντίζω [laδobojandí zo] -ομαι Ρ2.1 : βάφω με λαδομπογιά.

[λαδο- + μπογιατίζω, μπογιαντίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες