Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαδικό το.
-
- Μικρό δοχείο για λάδι:
- (Βαρούχ. 3916).
[<ουσ. λάδι + κατάλ. ‑ικό. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μικρό δοχείο για λάδι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαδικό 1 το [laδikó] Ο38 : (προφ.) δοχείο λαδιού για τη λίπανση μηχανών· λαδωτήρι, λαδερό.
[λάδ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαδικό 2 το : (λαϊκότρ.) γυναίκα φλύαρη, κουτσομπόλα και ραδιούργα.
[< λαδικό 1 από μτφ. σημ.: `που γλιστράει σαν πασαλειμμένη με λάδι΄]