Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαδερός, επίθ.
-
- 1) Που έχει πολύ λάδι· (προκ. για ελιά) που παράγει πολύ λάδι:
- (Πεντ. Δευτ. VIII 8).
- 2) (Προκ. για δοχείο) που προορίζεται για λάδι:
- πιθαρόπουλο λαδερό εύκαιρο (Βαρούχ. 399).
[<ουσ. λάδι + κατάλ. ‑ερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Που έχει πολύ λάδι· (προκ. για ελιά) που παράγει πολύ λάδι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαδερός -ή -ό [laδerós] Ε1 : 1. που περιέχει λάδι σε μεγάλη ποσότητα ή αναλογία: H πίτα έγινε πολύ λαδερή και με λίγωσε. 2. (για φαγητά, κυρ. λαχανικά) που είναι μαγειρεμένος με λάδι: Προτιμώ τα λαδερά φαγητά, και ως ουσ. τα λαδερά. || νηστίσιμος. 3. (ως ουσ.) το λαδερό: α. δοχείο λαδιού για μαγείρεμα ή για επιτραπέζια χρήση. β. δοχείο λαδιού για τη λίπανση μηχανών· λαδωτήρι.
[μσν. λαδερός < λάδ(ι) -ερός]