Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαδέμπορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαδέμπορος ο [laδémboros] Ο20 & (προφ.) λαδέμπορας ο [laδémboras] Ο5 : έμπορος λαδιού, λαδάς.

[λάδ(ι) + έμπορος, έμπορας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες