Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαγώχειλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαγώχειλος ο [laγóxilos] Ο20 : αυτός που πάσχει από λαγωχειλία.

[λόγ. < ελνστ. λαγώχειλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες