Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαγωνικό το [laγonikó] Ο38 : 1. κυνηγετικό σκυλί εκπαιδευμένο κατάλληλα στην ανίχνευση θηραμάτων. 2. (μτφ.) άτομο ικανό και επιτήδειο στο να ανακαλύπτει στοιχεία και ίχνη σε δύσκολες και σκοτεινές υποθέσεις ή στο να ξετρυπώνει και να φέρνει στην επιφάνεια κτ. κρυφό ή παράνομο: Tα λαγωνικά της αστυνομίας βρέθηκαν γρήγορα στα ίχνη των κακοποιών. Tα λαγωνικά της δημοσιογραφίας μυρίστηκαν την είδηση και έσπευσαν.
[μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. λαγωνικό (ενν. σκυλί) < αρχ. ή ελνστ. *λακωνική κύων (πρβ. αρχ. λάκαινα κύων `(κυνηγετικό) σκυλί της Λακωνίας΄), παρετυμ. λαγός]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγωνικός, επίθ.· πληθ. ουδ. λαβώνικα.
-
- (Προκ. για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς, κυνηγετικός:
- (Προδρ. I 238)·
- λαγωνικούς χοντρόσκυλους από την Λουμπαρδέαν (Συναξ. γαδ. 33).
- Το ουδ. και το θηλ. ως ουσ. =
- α) κυνηγετικός σκύλος:
- οπού 'χω δυο λαβώνικα που κρένω να μην φύγει λαγός από το στόμα τους (Ευγέν. 252)·
- λαγωνικές εσύρνασιν (ενν. οι δούλοι), γεράκια εκρατούσαν (Διγ. O 1305)·
- β) (το ουδ., συνεκδ.) κυνήγι:
- άφηκε το λαγωνικό, γιατί τονε παιδεύγει (Ερωτόκρ. Ά 135).
- α) κυνηγετικός σκύλος:
[<επίθ. λακωνικός (κύων, Steph. VI 51D· βλ. και λακ‑) με επίδρ. του ουσ. λαγ(ω)ός. Το ουδ. ως ουσ. στο Meursius (λαγονικόν) και σήμ. (‑ό)]
- (Προκ. για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς, κυνηγετικός: