Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγχάνω· λαχαίνω· λαχάνω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Πέφτω στον κλήρο, στο μερίδιο κάπ.:
- το ρηγάτο του κυρού τίνος παιδιού να λάχει (Ερωτόκρ. Δ́ 630)·
- β) τυχαίνω, συμβαίνω σε κάπ.:
- τό μὄλαχεν εμέ μπορεί κι εσέ να λάχει (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 104).
- α) Πέφτω στον κλήρο, στο μερίδιο κάπ.:
- 2) Πετυχαίνω, κερδίζω:
- συνάψαντες πόλεμον και την νικώσαν ο Μεχμέτ λαχών εδιώκοντο παρ’ αυτού … (Δούκ. 1578).
- 3) Βρίσκω, συναντώ:
- κόρην ωραίαν, εύμορφον εγύρευα να λάχω (Λίβ. P 2574).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Είμαι ή βρίσκομαι τυχαία:
- Πώς ήλαχες εδώ και από ποιον τόπον είσαι; (Φορτουν. Γ́ 286).
- 2) (Τριτοπρόσ.) συμβαίνει, γίνεται:
- έλαχεν ο μαυρισμένος φόνος … του Μιχαήλ του Λίμπονα (Λίμπον. Αφ. 24).
- 3) Καθορίζομαι ως μερίδιο κάπ.:
- χρυσάφιον … και σπίτια θαυμαστά … έλαχαν εις το ριζικόν της … θυγατρός (Διγ. Άνδρ. 3608).
- 1) Είμαι ή βρίσκομαι τυχαία:
- Γ́ Απρόσ.
- 1) Τυχαίνει, συμβαίνει:
- πώς τρομώ μη λάχει να ξυπνήσω (Φορτουν. Έ 321)·
- φρ. α λάχει να, βλ. αν Εκφρ. 6.
- 2) Αρμόζει:
- εντύσαν τον ως βασιλέαν … κι ευφήμισαν κι εδόξασαν ως πρέπει κι ως λαχάνει (Χρον. Μορ. H 986).
- 1) Τυχαίνει, συμβαίνει:
[αρχ. λαγχάνω. Ο τ. λαχ‑ και σήμ. κυπρ. Ο τ. λαχαίνω στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.