Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγούτο (I) το· λαβούτο· γεν. εν. λαγουτιού.
-
- Έγχορδο μουσικό όργανο:
- αυτός που τραγουδεί και παίζει το λαγούτο (Ερωτόκρ. Ά 515)·
- για κτύπο λαγουτιού, για τραγουδιού γλυκότη (αυτ. Ά 933).
[<βεν. lauto. Ο τ. τον 11. αι. και στο Meursius. Η λ., καθώς και τ. λαούτο (Somav.), και σήμ.]
- Έγχορδο μουσικό όργανο:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγούτο (II) το.
-
- (Ναυτ.) μικρό δικάταρτο ιστιοφόρο:
- σίδερον του λαγούτου (Καραβ. 5036).
[<παλαιότ. βεν. lauto (Battaglia, στη λ.2 και liuto2)]
- (Ναυτ.) μικρό δικάταρτο ιστιοφόρο:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγούτος ο· λαβούτος.
-
- Λαγούτο:
- κιθάρα, η λύρα και ο λαβούτος (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ).
[<ουσ. λαγούτο με μεταπλ. Ο τ. στο Du Cange]
- Λαγούτο: