Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαγουδέρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαγουδέρα η [laγuδéra] Ο25α : (ναυτ.) τμήμα του τιμονιού με το οποίο γίνεται ο χειρισμός του πηδαλίου σε βάρκες και σε μικρά ιστιοφόρα· το δοιάκι.

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες