Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαγκάδι το [laŋgáδi] Ο44 : στενή, δασωμένη κοιλάδα ανάμεσα σε βουνά: Aντηχούν απ΄ τις φωνές τους τα λαγκάδια κι οι ρεματιές.
[μσν. λαγκάδιν (και λαγκά δα < λαγκάδ(ιν) μεγεθ. -α) υποκορ. του λάκκ(ος) -άδιν (πρβ. ελνστ. λακ(κ)ας· φάραγγας) με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαγκαδιά η [laŋgaδjá] Ο24 : το λαγκάδι.
[λαγκάδ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγκάδιν το· λαγκάδι.
-
- α) Στενή δασωμένη κοιλάδα:
- (Διγ. Ζ 3027)·
- στα λαγκάδια τα βαθιά, τ’ άγρια, τα δασωμένα, οπού 'ναι μέσα τα θεριά κι όρνια κατοικημένα (Ερωτόκρ. Β́ 1381)·
- (προκ. για τον Άδη):
- σ’ εκείνο το σκληρότατο και σκοτεινό λαγκάδι (Ζήν. Ά 28)·
- (μεταφ.):
- τα λαγκάδια, τουτέστιν οι χαμηλοί και ταπεινοί (Ροδινός 113)·
- έκφρ. του κόσμου το λαγκάδι = η επίγεια ζωή:
- (Πικατ. 349)·
- β) λόφος, βουνό:
- κατωθιό τις ποδιές του λαγκαδιού (Πεντ. Δευτ. IV 49)·
- έκφρ. λαγκάδια του κόσμου ή του ναιώνα = βουνά αιώνια, άφθαρτα:
- (Πεντ. Γέν. XLIX 26, Δευτ. XXXIII 15).
[<ουσ. λαγκάς ‑άδα (βλ. ά.) + κατάλ. ‑ι(ο)ν (Kahane, GR I 327-9)· λιγότερο πιθ. <ουσ. λακκάδι(ον) <λάκκος (Κουκουλές). Τ. ‑ιον το 10. αι. Η λ. και σήμ. ποντ. Ο τ. στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- α) Στενή δασωμένη κοιλάδα:
[Λεξικό Κριαρά]
- Λαγκαδιώτης ο.
-
- Αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Λαγκάδα (Ρόδος· εδώ πιθ. ως κύρ. όν., Henrich 1987: 150 σημ. 30):
- (Γεωργηλ., Θαν. 467).
[<τοπων. Λαγκάδα + κατάλ. ‑ιώτης. Η λ. το 15. αι. (κύρ. όν.), στο Somav. (κοινό) και σήμ. (εθν. και κύρ. όν.)]
- Αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Λαγκάδα (Ρόδος· εδώ πιθ. ως κύρ. όν., Henrich 1987: 150 σημ. 30):