Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγαρός, επίθ.
-
- Αδύνατος, ισχνός:
- αυτός ο λαγαρός ο 'τσαλοπερπατάρης (Προδρ. IV 551 χφ V κριτ. υπ).
[αρχ. επίθ. λαγαρός. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Αδύνατος, ισχνός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαγαρός -ή -ό [laγarós] Ε1 : 1. (λογοτ., για υγρό) διαυγής, διαφανής, καθαρός: Tο ποτάμι με τις πράσινες όχθες και τα λαγαρά νερά. 2. (μτφ.) διαυγής, καθαρός: Tο ύφος του συγγραφέα είναι λαγαρό, αβίαστο, καθαρό, ρέον. Λαγαρές ιδέες, ξεκάθαρες, διαυγείς.
λαγαρά ΕΠIΡΡ. [αρχ. λαγαρός `χαλαρός, λεπτός, ευκίνητος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]