Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαγαρίζω [laγarízo] Ρ2.1α μππ. λαγαρισμένος : 1. απαλλάσσω ένα υγρό από ξένες ουσίες, για να γίνει διαυγές: ~ το λάδι / το κρασί. 2. (για υγρό) γίνομαι διαυγής: Λαγάρισε το λάδι.
[μσν. λαγαρίζω < λαγαρ(ός) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαγαρίζω.
-
- (Μέσ.) καθαρίζομαι, λαμπικάρομαι:
- σαν το χρυσάφι στην φωτιάν και να λαγαρισθούμεν (Ιστ. Βλαχ. 2480).
[<επίθ. λαγαρός + κατάλ. ‑ίζω. Πβ. L‑S και Suppl., λ. ‑ίζομαι και ‑ύζομαι. Η λ. και σήμ.]
- (Μέσ.) καθαρίζομαι, λαμπικάρομαι: