Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαγήνι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαγήνι το [lajíni] Ο44 : (λαϊκότρ.) μεγάλο πήλινο δοχείο για υγρά και κυρίως για νερό· στάμνα: Xιλιοτρύπητο ~ και σταλιά νερό δε χύνει, το σφουγγάρι, σε αίνιγμα.

[υποκορ. του μσν. λαγήν(α) -ι ή ελνστ. λαγύνιον υποκορ. του αρχ. λάγυνος με ορθογρ. κατά το λαγήνα]

[Λεξικό Κριαρά]
λαγήνι το,
βλ. λαγήνιν.
[Λεξικό Κριαρά]
Λαγηνίδιος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. λαγηνίδιν (= είδος αχλαδιού):
    • Λαγηνίδιός τε και ο Μανιτάριος (Πωρικ. I 101).
[Λεξικό Κριαρά]
λαγήνιν το· λαγήνι· λαήνι.
  • 1) Πήλινο δοχείο για υγρά (πβ. λαγήνα):
    • έναν λαγήνιν γάλαν (Μαχ. 49218).
  • 2) Μονάδα μέτρησης υγρών:
    • νερό φέρνασι μέσα στ’ ασκιά … μας το πουλούσανε μια λίτρα το λαήνι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22628).

[μτγν. ουσ. λαγύνιον - ά. γρ. ‑γή‑ <αρχ. ουσ. λάγυνος η - μτγν. γρ. ‑γη‑, πιθ. με επίδρ. του λατ. lagena (κατά Ανδρ. <ουσ. λαγήνα). Οι τ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες