Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαγήνα η [lajína] & λαήνα η [laína] Ο25 : (λαϊκότρ.) το λαγήνι.
[αντδ. < μσν. λαγήνα < λατ. lῶgaena ( [lá-] ), lagena ( [-gé-] ) < αρχ. λάγυνος (πρβ. ελνστ. λάγηνος < λατ. lagena ( [-gé-] ))· αποβ. του μεσοφ. [j] ]
- λαγήνα η· λαήνα.
-
- Πήλινο δοχείο για υγρά (Μπακιρτζής 1989: 89-94):
- φορτίον ελαίου … πέπρακεν και τας λαήνας κενάς έφερε (Δούκ. 693).
[<ουσ. λαγήνιν + κατάλ. ‑α. (Μηνάς 1978: 44, Δαγκ.· κατά Ανδρ. <λατ. lagena <αρχ. ουσ. λάγυνος). Η λ. και ο τ. (κατά Μπακιρτζή, ό.π. 89-90 <παλαιότ. ιταλ. laina) στο Βλάχ. (στη λ. και λαΐνα) και σήμ. λαϊκ.]
- Πήλινο δοχείο για υγρά (Μπακιρτζής 1989: 89-94):
- λαγηνάκι το· λαηνάκι.
-
- Μικρό λαγήνι:
- εβάστα ένα λαηνάκι νερόν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437).
[<ουσ. λαγήνιν + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Meursius (λαγινάκης)]
- Μικρό λαγήνι:
- λαγηνάς ο.
-
- Που κατασκευάζει ή εμπορεύεται λαγήνες:
- Απέ τους λαγηνάδες και απού πάσα εργασίαν γαστρένη (Ασσίζ. 49419).
[<ουσ. λαγήνα + κατάλ. ‑άς. Τ. λαηνάς στο Du Cange. Η λ. στο Somav.]
- Που κατασκευάζει ή εμπορεύεται λαγήνες:
- λαγηνάτος, επίθ.
-
- Που έχει σχήμα λαγήνας·
- (εδώ προκ. για ποικιλία δαμάσκηνων):
- (Προδρ. III 197-4).
- (εδώ προκ. για ποικιλία δαμάσκηνων):
[<ουσ. λαγήνα ή ‑ιν + κατάλ. ‑άτος. Η λ. στο Du Cange (‑άτα) και σήμ. ιδιωμ., όπως και τ. λαη‑ (Κουκ., ΒΒΠ Έ 104, 109)]
- Που έχει σχήμα λαγήνας·