Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαβώνω [lavóno] -ομαι Ρ1 : (λογοτ.) 1. πληγώνω, τραυματίζω κπ. με όπλο: Tο βόλι τον λάβωσε στο δεξιό ώμο. Tο πουλί λαβώθηκε απ΄ τα σκάγια του κυνηγού. || (μππ. ως ουσ.) ο λαβωμένος, τραυματίας: Έφεραν δύο λαβωμένους στο νοσοκομείο. 2. (μτφ.) σαγηνεύω ερωτικά, προκαλώ ερωτικό πάθος: Λαβώθηκε από τα βέλη του έρωτα.
[μσν. λαβώνω < λαβ(ή) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαβώνω· λαβώννω.
-
- 1) (Μτβ. και αμτβ.) τραυματίζω, πληγώνω:
- οι καβαλιέροι … λαβώνου Τούρκους (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47110)·
- μαχαίρι, οπού λαβώσει, να γιατρέψει (Βοσκοπ. 104)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Ερμον. Ε 192)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- ελαβώθην πληγήν θανατίσιμην (Ασσίζ. 2173)·
- (μεταφ.):
- λαβώνει (ενν. ο πόθος) αποκοντά κι απομακρά σκοτώνει (Ερωτόκρ. Ά 1215)·
- φρ.
- (1) λαβών(ν)ω κάπ. εις (τον) θάνατον = τραυματίζω βαριά (μέχρι θανάτου):
- (Ασσίζ. 4578· Θησ. Πρόλ. [180])·
- (2) λαβώννομαι διά πάντοτε = μένω ανάπηρος:
- (Ασσίζ. 1128).
- (1) λαβών(ν)ω κάπ. εις (τον) θάνατον = τραυματίζω βαριά (μέχρι θανάτου):
- 2) Προκαλώ σωματική βλάβη (μεταδίδοντας κάπ. αρρώστια):
- ημπορεί … να λαβώσει κανέναν απέ τα παιδιά του … απέ το κελέφιον, ότι πολλά γλήγορα κολλά (Ασσίζ. 3777).
- 3) Βλάπτω· «θολώνω», συγχύζω:
- εκείνος του τα πίστευγε, γιατί η αγάπη η τόση, … του λάβωνε τη γνώση (Ερωτόκρ. Ά 814 κριτ. υπ).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πληγωμένος:
- το κτηνόν το λαβωμένον ή τον ψοφισμένον (Ασσίζ. 18027)·
- (μεταφ.):
- λαβωμένη τσ’ ερωτιάς (Ερωτόκρ. Γ́ 1410).
[<ουσ. λαβή + κατάλ. ‑ώνω· κατά Χατζ., Λεξ., λ. ‑όννω <γ́ πληθ. αορ. ελάβοσαν του λαμβάνω (Π.Δ., Jannaris 1897: 201). Ο τ., καθώς και μτχ. λαωμένος, και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius (‑όννειν) και σήμ.]
- 1) (Μτβ. και αμτβ.) τραυματίζω, πληγώνω: