Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαβράκι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαβράκι το [lavráki] Ο44 : 1. ψάρι με στενόμακρο σώμα και με γκρίζο, ασημί και λευκό χρώμα. 2. (μτφ.) μεγάλη, εξαιρετική επιτυχία: Πιάνω / ψαρεύω / πετυχαίνω / βγάζω / ξετρυπώνω ~. Ο δημοσιογράφος πέτυχε μια είδηση ~.

[αρχ. λαβράκιον υποκορ. του λάβραξ]

[Λεξικό Κριαρά]
λαβράκι(ο)ν το.
  • Λαβράκι:
    • (Προδρ. IV 92).

[αρχ. ουσ. λαβράκιον. Τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. ‑ιν και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Λαβράκιος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. λαβράκι(ο)ν:
    • Λαβρακίου του καίσαρος (Οψαρ. 3614).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες