Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαβίδα η [lavíδa] Ο26 : 1. γενική ονομασία εργαλείων με δύο σκέλη, που χρησιμοποιούνται με το χέρι για διάφορες εργασίες (πιάσιμο, συγκράτηση, εξαγωγή, σφίξιμο, κοπή κτλ.): H τσιμπίδα, η τανάλια, η μασιά είναι λαβίδες. Xειρουργικές λαβίδες, που χρησιμοποιούνται στις εγχειρήσεις. || (εκκλ.) το κουταλάκι της θείας μετάληψης. 2. (μτφ.) ό,τι μοιάζει με το εργαλείο αυτό: Tα χέρια του, σωστές λαβίδες, μ΄ έσφιξαν δυνατά. Περικύκλωσαν τον εχθρό εφαρμόζοντας την τακτική της λαβίδας.
[λόγ. < αρχ. λαβίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαβίδα η.
-
- 1) Λαβίδα· εδώ πιθ. προκ. για αιχμηρό όργανο:
- εκείνη … σφάζει σε με λαβίδα (Συναξ. γυν. 234).
- 2) (Εκκλ.) μακρύ κοχλιάριο, το κουταλάκι για τη μετάδοση της Θείας Κοινωνίας:
- ιερά σκεύη …, λαβίδες, δίσκους και αστερίσκους (Hagia Sophia ω 5313).
[αρχ. ουσ. λαβίς. Η λ. και σήμ.]
- 1) Λαβίδα· εδώ πιθ. προκ. για αιχμηρό όργανο: