Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαβή η [laví] Ο29 : 1. το τμήμα που συνήθ. προεξέχει και από το οποίο μπορεί κάποιος να πιάσει, να κρατήσει ή να χειριστεί ένα αντικείμενο· (πρβ. χερούλι): ~ σπαθιού / όπλου / μαχαιριού. Ξίφος με ασημένια ~. ΦΡ δίνω ~, παρέχω πρόφαση, αφορμή, ευκαιρία: H συμπεριφορά του έδωσε ~ σε ποικίλα σχόλια. 2. (αθλ.) το πιάσιμο, με ορισμένο τρόπο, του αντιπάλου στην πάλη: Εξουδετέρωσε τον αντίπαλο με μια εξαρθρωτική ~. ~ καράτε / ζίου ζίτσου / τζούντο.
[λόγ. < αρχ. λαβή]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαβή η ?λάβη.
-
- 1) Ευκαιρία, αφορμή:
- (Ιστ. πολιτ. 412).
- 2) Συλλαβή:
- υστάτη σε κερδανεί λάβη λόγου (Λεόντ., Αίν. (Knös) 1703 κριτ. υπ. (πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί λαβή· πβ. Νικήτ. Χων. 22268)).
[αρχ. ουσ. λαβή. Για τον τ. πβ. Steph., στη λ. (τ. VI 7c)]
- 1) Ευκαιρία, αφορμή: