Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίτρο το [lítro] Ο39 : μετρική μονάδα όγκου ή χωρητικότητας: Πήραμε χίλια λίτρα πετρέλαιο για το καλοριφέρ. Στα πόσα χιλιόμετρα καίει το ~ (βενζίνης) η μοτοσικλέτα σου;
[λόγ. < ελνστ. λίτρον = λίτρα (διαφ. το αρχ. λίτρον `νίτρο΄)]