Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίτρα η [lítra] Ο25 : (παρωχ.) το λίτρο.
[αρχ. λίτρα `βάρος 12 ουγγιών΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λίτρα η.
-
- 1)
- α) Μονάδα βάρους, ίση περίπου με 319 γραμμ.:
- (Rechenb. (Vog.) 41)·
- η λογαρική λίτρα έχει εξάγια οβ’, ουγγίας ιβ’ (Metrol. 12712)·
- λίτρας χρυσάς (Προδρ. IV 94)·
- β) έκφρ. κυπριώτικη λίτρα = (πιθ.) ίση με 337,6 γρ.:
- (Μαχ. 46219)·
- γ) εκφρ.
- (1) λίτρα χοντρή = μεγάλη ή βαριά βενετική λίτρα (± 450 γρ.):
- (Βαρούχ. 3913, 14)·
- (2) λίτρα ψιλή = μικρή ή ελαφριά βενετική λίτρα (± 361 γρ.):
- (Βαρούχ. 2212‑3).
- (1) λίτρα χοντρή = μεγάλη ή βαριά βενετική λίτρα (± 450 γρ.):
- α) Μονάδα βάρους, ίση περίπου με 319 γραμμ.:
- 2) Μονάδα για τη μέτρηση επιφανειών γης, ισοδύναμη με 1/40 του μοδίου:
- (Metrol. 7216)·
- τόπος … μοδίων δ́, λιτρών ή. Ο γαρ μόδιος λίτρας μ́ έχει και η λίτρα οργυιάς ε’ (Metrol. 6226).
- 3) Βενετικό ασημένιο νόμισμα ίσο με 1/6 του δουκάτου:
- Μια λίτρα επήγαινε τ’ αβγό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4186· Σεβήρ., Διαθ. 19026).
[αρχ. ουσ. λίτρα. Η λ. και σήμ.]
- 1)