Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίρα η [líra] Ο25 : 1. χρυσό νόμισμα με διαφορετική κατά χώρα αξία: Aνέβηκε / κατέβηκε η τιμή της λίρας. Ξέθαψαν έναν τενεκέ με λίρες. ~ χρυσή / Aγγλίας. ΦΡ ~ εκατό: α. για πρόσωπα ή για πράγματα εγγυημένα, μεγάλης αξίας. β. (ειρ.) για ανίκανα πρόσωπα ή για ανάξια πράγματα. τα μυαλά* σου και μια ~ (και του μπογιατζή ο κόπανος). ~ με ουρά*. 2. νομισματική μονάδα διάφορων κρατών: Tουρκική / αιγυπτιακή / κυπριακή / χάρτινη ~.
λιρίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ιταλ. lira· λίρ(α) -ίτσα]