Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίπος
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίπος το [lípos] Ο46 : 1. οργανική ουσία σε στερεά συνήθ. μορφή, που βρίσκεται στο σώμα του ανθρώπου και των ζώων· πάχος: Kεκορεσμένα / ακόρεστα λίπη. Ο οργανισμός καλύπτει με το ~ τις ανάγκες του για θερμαντική ενέργεια. Tο κρέας δεν τρώγεται, είναι γεμάτο ~. 2. κάθε ουσία που έχει ανάλογη σύσταση: Φυτικά / ορυκτά / μαγειρικά λίπη.

[λόγ.: 1: αρχ. λίπος· 2: σημδ. γαλλ. graisse & αγγλ. fat]

[Λεξικό Κριαρά]
λιπόσαρκος, επίθ.
  • Ισχνός, αδύνατος:
    • (Ιερακοσ. 4489).

[αρχ. επίθ. λιπόσαρκος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιπόσαρκος -η -ο [lipósarkos] Ε5 : που του λείπει κρέας, αδύνατος· ισχνός: Λιπόσαρκο σώμα / πρόσωπο.

[λόγ. < αρχ. λιπόσαρκος]

[Λεξικό Κριαρά]
λιποσαρκώ.
  • Γίνομαι λιπόσαρκος, αδυνατίζω:
    • Όταν λιποσαρκῄ ο ιέραξ χωρίς φανεράς νόσου (Ιερακοσ. 4468).

[μτγν. λιποσαρκέω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιποσυλλέκτης ο [liposiléktis] Ο10 : συσκευή ή εξάρτημα που συλλέγει, που συγκρατεί το λίπος.

[λόγ. λιπο- 2 + συλλέκτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες