Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίνο
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
λίνο το,
βλ. λίνον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λινο- [lino] & λινό- [linó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λιν- [lin], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στο φυτό λινάρι: λινέλαιο· λινόσπορος, λιναρόσπορος. 2. στο λινό ύφασμα: ~στολή. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~βάμβακος, ~μέταξος για ύφασμα που στη σύνθεσή του έχει λινό και βαμβάκι, λινό και μετάξι κτλ.

[λόγ. < αρχ. λιν(ο)- θ. του ουσ. λίνο(ν) (δες στο λινάρι) ως α' συνθ.: αρχ. λινο-ρραφής `ραμμένος με λινάρι΄, ελνστ. λινό-πλεκτος, μσν. λινο-βάμβακος]

[Λεξικό Κριαρά]
λινοβάμβακος, επίθ.
  • Kατασκευασμένος από λινάρι και βαμβάκι:
    • κάμνω λινοβάμβακον ιμάτιν και φορώ το (Προδρ. Ι 93).

[<ουσ. λίνον + βαμβάκιν. Πβ. λ. λινοβαμβάκινος στον Κουμαν. Τ. ‑πάμπα‑ ως επων. σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λινοβάμβακος -η -ο [linovámvakos] Ε5 : (για ύφασμα) που έχει υφανθεί από ίνες λιναριού και βαμβακιού.

[λόγ. < μσν. λινοβάμβακος < λινο- + βαμβάκ(ι) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
λινόκοκκος ο.
  • Σπόρος λιναριού:
    • (Ψευδο-Σφρ. 54020 [= Πρόστ. Ανδρ. Γ́ 27]).

[<ουσ. λίνον + κόκκος. Η λ. το 12. αι. Λ. λινοκόκκι σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λινομάνικα η.
  • Φαρδύ μανίκι από λινό:
    • ένα ζευγάρι λινομάνικες λαβοράδες (Βαρούχ. 56214).

[<επίθ. λινός + ουσ. μανίκα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λινομέταξος -η -ο [linométaksos] Ε5 : (για ύφασμα) που έχει υφανθεί από ίνες λιναριού και μεταξιού.

[λινο- + μετάξ(ι) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
λίνον το· λίνο.
  • α) Το φυτό λινάρι:
    • (Πεντ. ́Εξ. XXVI 31
  • β) κλωστή από λινάρι:
    • δέσμει … τας αρχάς των κεκολλημένων πτερών λίνῳ (Ιερακοσ. 48113).

[αρχ. ουσ. λίνον. Ο τ. στο Du Cange]

[Λεξικό Κριαρά]
λινόξυλο το.
  • Ξερόκλαδο λιναριού για προσάναμμα:
    • Εύκολα και τα κάρβουνα κι η σπίθα αναλαμπάνει, τ’ άχερα, τα λινόξυλα (Ερωτόκρ. Ά 282).

[<ουσ. λίνον + ξύλο. Η λ. στον πληθ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λινόπατος, επίθ.
  • Που έχει υφανθεί με λινό στημόνι και κατόπιν έχει υποστεί ειδική επεξεργασία από τους «πατητές»:
    • μπόλιες λινόπατες (Βαρούχ. 5914).

[<επίθ. λινός + πατώ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες