Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίμπιντο η [líbido] & λίμπιντο το [líbido] Ο (άκλ.) : μορφή ζωικής ενέργειας που αποτελεί, κατά το Φρόιντ, το αίτιο του γενετήσιου ενστίκτου και το πρωτογενές κίνητρο κάθε ενέργειας του ατόμου.
[λόγ. < γερμ. Libido (θηλ.) < νλατ. libido ( [-bí-] ) (στη νέα σημ.) < λατ. libido `επιθυμία΄]