Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίμπα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίμπα [límba & líba] (άκλ.) : κυρίως στη ΦΡ τα κάνω ~, προξενώ πολύ μεγάλη καταστροφή, αναστάτωση: Πάνω στο μεθύσι του τα έκανε όλα ~· ΣYN ΦΡ γυαλιά καρφιά.

[αντδ. < ιταλ. (νότ. διάλ.) limba `μεγάλη λακκούβα΄ (και παλιά ελλην. σημ.) < υστλατ. lembus `μικρό, γρήγορο ιστιοφόρο΄ < αρχ. λέμβος]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμπά τα.
  • Όρχεις:
    • να του κόψουν την ψωλήν με όλα τα λιμπά (Ασσίζ. 34720).

[σχετ. με το επίθ. λιμβός, που απ. τον 4. αι., σε σχόλ. και στον Ησύχ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες