Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίκνισμα το [líknizma] Ο49 : σχετικά αργή, κυματοειδής και ρυθμική κίνηση: Xόρευε μ΄ ένα ελαφρό ~ του κορμιού της. Tο ~ της βάρκας / του καϊκιού στη θάλασσα.
[λόγ. λικνισ- (λικνίζω) -μα]