Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λίθος η [líθos] Ο35 : (λόγ.) στις εκφράσεις λυδία ~: α. μαύρη, σκληρή πέτρα (ίασπις), που πάνω της δοκιμαζόταν η καθαρότητα του χρυσού και του ασημιού. β. (μτφ.) γεγονός, κατάσταση, πράξη μέσο της οποίας ελέγχεται ο χαρακτήρας, οι προθέσεις, οι διαθέσεις ατόμων ή ευρύτερων συνόλων: Tο χρήμα είναι η λυδία ~ πάνω στην οποία δοκιμάζεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου. φιλοσοφική ~, φανταστική πέτρα που θα μπορούσε να μετατρέψει σε χρυσό όλα τα μέταλλα.
[λόγ. < αρχ. λίθος ἡ, `πολύτιμο πετράδι΄, φρ. Λυδία λίθος (που πρωτοανακαλύφθηκε στη Λυδία)]
- λίθος ο [líθos] Ο18 : 1. (λόγ.) πέτρα: Πολύτιμοι / ημιπολύτιμοι λίθοι, ορυκτά που χρησιμοποιούνται κυρίως για την κατασκευή κοσμημάτων. (έκφρ.) δεν έμεινε ~ επί λίθου, τα πάντα καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. ΦΡ κινώ πάντα λίθον, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κάποιο σκοπό. 2. (ιατρ.) στερεός σχηματισμός που μοιάζει σαν πέτρα και που σχηματίζεται μέσα σε διάφορα όργανα του σώματος: Λίθοι των νεφρών / της χολής. Ουρικοί / οξαλικοί / φωσφορικοί λίθοι. 3. (έκφρ.) θεμέλιος* ~. ακρογωνιαίος* ~. 4. (γεωλ.) στερεό και σκληρό σώμα, με σχήμα και με χημική σύσταση που ποικίλλει και με χρωματισμούς που οφείλονται στην παρουσία αλάτων και οξειδίων των μετάλλων. || Εποχή του λίθου, προϊστορική περίοδος κατά την οποία η πέτρα ήταν το βασικό υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων. (λόγ.) ΦΡ λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι
, για μεγάλη ακαταστασία. ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, δεν πρέπει να είμαστε σκληροί απέναντι σε αυτούς που σφάλλουν, γιατί και εμείς κάνουμε σφάλματα.
[λόγ. < αρχ. λίθος ὁ `πέτρα΄, λίθος ἡ `πολύτιμο πετράδι΄ (σύγχυση ανάμεσα στις δύο συγγ. λ.)]
- λίθος ο.
-
- 1)
- α) Πέτρα, λιθάρι:
- (Προδρ. Ι 254)·
- β) (προκ. για χαρακτηρισμό προσώπου) αναίσθητος:
- αναισθητότερος αν είσαι παρά λίθον (Λίβ. (Lamb.) Ν 175).
- α) Πέτρα, λιθάρι:
- 2) Βράχος:
- ξηρός και ριζωμένος λίθος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1411]).
- 3) Οικοδομικός λίθος:
- έμελλε να γένει η εκκλησία … Κάποιοι δε από τους άρχοντες εδοκίμασαν να πάρουσι από τους λίθους διά εδικήν τους χρείαν (Διαθ. Νίκωνος 252)·
- 4) Πολύτιμος λίθος:
- (Καλλίμ. 182)·
- (με το επίθ. τίμιος):
- στεφάνιν ολόχρυσον με τιμίων λίθων (Διγ. Άνδρ. 36018)·
- (σε μεταφ.):
- τίμιον λίθον σ’ έκαμε (ενν. άνθρωπε, ο ιερεύς) (Ιστ. Βλάχ. 1710).
- 5) Η ουσία, η σύσταση του λίθου:
- (Λίβ. Ρ 640).
- 6) (Ιδιάζ. χρ.)
- α) προκ. για μάρμαρο:
- οικονόμησε τους μαρμαρένους λίθους διά να γράψει τ’ άνωθεν (Χούμνου Κοσμογ. 421)·
- β) με το επίθ. ευτόκιος, βλ. ά.
- α) προκ. για μάρμαρο:
- Εκφρ.
- 1) Μαγνήτης λίθος = μαγνήτης:
- (Λίβ. (Lamb.) Ν 164).
- 2) Κρεμάμενος λίθος, βλ. κρεμώ (Ι) ΙΙ11.
- 3) Ωσάν το λίθο = κατάπληκτος, εμβρόντητος, αποσβολωμένος:
- (Ερωτόκρ. Ά 1508).
- Φρ.
- 1) Έχω λίθον = πάσχω από λιθίαση:
- (Ορνεοσ. 5827).
- 2) Κινώ λίθον κατά κάπ., βλ. κινώ Φρ. 6.
- 3) Κινώ πάντα λίθον = καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια:
- (Σφρ., Χρον. 11621).
- 4) Σύρω λίθους εις κάπ. = λιθοβολώ, πετροβολώ κάπ.:
- (Πανάρ. 656).
- 5) Ουκ έμεινε λίθος, δεν έμεινεν λίθος επί λίθον = προκ. για ολοκληρωτική καταστροφή οικοδομημάτων:
- (Έκθ. χρον. 6419), (Συναδ. φ. 40v).
[αρχ. ουσ. λίθος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1)
- λίθος το.
-
- Πέτρα μεγάλη, βράχος:
- σκεπάζει η πόρτα τως (ενν. των φ’λακών) με μαυρισμένον λίθος (Πιτακ. 262).
[<ουσ. λίθος ο με αλλαγή γένους. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. λίθος ο)]
- Πέτρα μεγάλη, βράχος:
- λιθοστρώνω [liθostróno] -ομαι Ρ1 : στρώνω κτ. με κατεργασμένες πέτρες (δρόμο, πλατεία, αυλή κτλ.).
[λόγ. λιθόστρ(ωτος) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]
- λιθόστρωση η [liθóstrosi] Ο33 : το στρώσιμο, η κάλυψη με κατεργασμένες πέτρες ενός τμήματος του εδάφους (δρόμου, αυλής, πλατείας κτλ.).
[λόγ. λιθο- + στρώ(σις) -ση κατά το λιθόστρωτος]
- λιθόστρωτος, επίθ.
-
- Στρωμένος με πέτρες:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1752).
[αρχ. επίθ. λιθόστρωτος. Η λ. και σήμ.]
- Στρωμένος με πέτρες:
- λιθόστρωτος -η -ο [liθóstrotos] Ε5 : (για τμήμα εδάφους) που είναι στρωμένος με κατεργασμένες πέτρες ή πλάκες: Λιθόστρωτη πλατεία / αυλή. || (ως ουσ.) το λιθόστρωτο, δρόμος λιθόστρωτος· (πρβ. καλντερίμι): Tα βήματά του ακούγονταν βαριά πάνω στο λιθόστρωτο.
[λόγ. < αρχ. λιθόστρωτος, ελνστ. λιθόστρωτον τό]
- λιθόσφαιρα η [liθósfera] Ο27 : (γεωλ.) το σύνολο των πετρωμάτων που αποτελούν το στερεό φλοιό της γης.
[λόγ. < γαλλ. lithosphère < litho- = λιθο- + αρχ. σφαῖρα]