Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίγωμα το [líγoma] Ο49 : λιγούρα, λιγωμάρα.
[μσν. λίγωμα < λιγώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λίγωμα το.
-
- Λιποθυμία:
- άθρωπος με το λίγωμα ποτέ δεν αποθαίνει (Θυσ. 304).
[<λιγώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Λιποθυμία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγωμάρα η [liγomára] Ο25α : λιγούρα, λίγωμα.
[μσν. λιγωμάρα < λίγωμ(α) -άρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιγωμάρα η.
-
- 1)
- α) Λιποθυμία:
- το αίμα απ’ τες πληγές τόσο πολύν εβγήκε που λιγωμάρα του ’δωκε κι ολόκρυο τον αφήκε (Ερωτόκρ. Έ 28)·
- β) εξάντληση, εξασθένηση:
- λιγωμάρα μ’ έπιασεν κι η όψη μου εχλομιάστη (Ch. pop. 573).
- α) Λιποθυμία:
- 2) Σφοδρή επιθυμία, πόθος· λαχτάρα, ανυπομονησία:
- (Κάτης (Χόλτον) 34), (Σαχλ. Ν 288)·
- λιγωμάρα τση 'διδε το γλήγορο να μάθει αν … ζει ο Ρωτόκριτος (Ερωτόκρ. Έ 639).
[<ουσ. λίγωμα + κατάλ. ‑άρα. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- 1)