Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίγδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίγδα η [líγδa] Ο25 : λιπαρός λεκές, λιπαρή βρομιά που δημιουργείται συνήθ. ύστερα από μακροχρόνια χρήση: Tο σακάκι / ο γιακάς του έχει πιάσει ~. Οι τοίχοι, τα πατώματα, τα έπιπλα είναι μέσα στη ~.

[ελνστ. λίγδα `στάχτη, αλισίβα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λίγδα η.
  • α) Λίπος:
    • εις καμουχάν εάν πέσ(ει) λίγδα να έβγει (Ιατροσ. κώδ. χϰς́
  • β) (συνεκδ.) λεκές από λίπος:
    • Να εβγάλεις νε λίγδα ή λέρα χάσδιον (αυτ. φξά).

[παλαιότ. ουσ. λίγδα (Ησύχ.) <μτγν. ‑ος ο· πβ. αρχ. επίρρ. ‑ην (Chantraine). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες