Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λίγα η.
-
- 1) Συμμαχία, ένωση, συνασπισμός:
- οι αφέντες εμονιάσαν άπαντες της Ιταλίας … και μίαν λίγαν έποικαν (Κορων., Μπούας 14).
- 2) Το σύμβολο της Sacra Liga («του Ιερού συνασπισμού» Βενετίας, Ισπανίας, και Πάπα κατά των Τούρκων, 1571):
- είχε (ενν. η παντέρα) τον Ι(ησού)ν Χ(ριστό)ν αντάμα με την λίγα (Άλ. Κύπρ. 1201).
[<βεν. liga]
- 1) Συμμαχία, ένωση, συνασπισμός: