Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίβρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίβρα η [lívra] & λίμπρα η [líbra] Ο25 : μονάδα βάρους και χωρητικότητας, που οι τιμές της ποικίλλουν κατά τόπο και εποχή.

[λόγ. < γαλλ. livr(e) -α· ιταλ. libbra]

[Λεξικό Κριαρά]
λίβρα η.
  • Νομισματική (λογιστική) μονάδα του φραγκικού κράτους της Κύπρου, ίση με 20 σολδία (Λιάτα 1996: 141):
    • να δώσει … τους κριτάδες, εβδομήκοντα επτά λίβρας (Ασσίζ. 2101 (πβ. Assises 660 bezans)).

[<γαλλ. livre. Πβ. παλαιότ. ουσ. λίβρα <λατ. libra (Ησύχ., λ. λίτρα, Meursius, Soph.), νεότ. με διαφορ. σημασ., καθώς και ά. λίτρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες