Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίβελος ο [lívelos] Ο20α : υβριστικό ή συκοφαντικό δημοσίευμα με το οποίο συνήθ. ασκείται πολεμική εναντίον κάποιου προσώπου: Tον μήνυσε, γιατί θεώρησε το δημοσίευμά του ως λίβελο εναντίον της.
[λόγ. < ελνστ. λίβελλος `κατηγορία΄ < λατ. libell(us) & γαλλ. libell(e) -ος (ορθογρ. απλοπ.)]