Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίβας ο [lívas] Ο3 : 1. ξηρός και ιδιαίτερα θερμός άνεμος (ιδ. νοτιοδυτικός): Ο ~ έκαψε τα σπαρτά / τα αμπέλια. 2. (μτφ.) για κτ. το καταστροφικό: Οι κατακτητές πέρασαν σαν το λίβα από τον τόπο.
[μσν. λίβας < ελνστ. λίψ, αιτ. λίβα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λίβας ο.
-
- 1) Ξηρός και καυτός νοτιοδυτικός άνεμος από τη Λιβύη:
- εφτά στάχυα φτενά και δαρμένα του λίβα (Πεντ. Γέν. XLI 6).
- 2)
- α) Το νοτιοδυτικό σημείο του ορίζοντα:
- μίλια β’ προς το μεσημέρι ολίγον εις τον λίβαν (Πορτολ. Β 3317)·
- β) προκ. για το νότο:
- κοίταξε … και προς βορράν και προς λίβαν και κατά ανατολάς (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 123v).
- α) Το νοτιοδυτικό σημείο του ορίζοντα:
[<αρχ. ουσ. λιψ. Η λ. στο Du Cange App. και σήμ.]
- 1) Ξηρός και καυτός νοτιοδυτικός άνεμος από τη Λιβύη:
[Λεξικό Κριαρά]
- λιβάς ο.
-
- Λιβάδι, πεδιάδα:
- εν τοις λιβάσι καταντήσας τοις προς Σοφίαν (Δούκ. 7930).
[αρχ. ουσ. λιβάς η με αλλαγή γένους]
- Λιβάδι, πεδιάδα: