Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λίαν [lían] επίρρ. : (λόγ.) πάρα πολύ: ~ καλώς, βαθμός αξιολόγησης κυρίως στην εκπαίδευση (αμέσως μετά το «άριστα»). ~ επιεικώς, με μεγάλη επιείκεια. ~ συντόμως, πολύ σύντομα.
[λόγ. < αρχ. λίαν]
[Λεξικό Κριαρά]
- λίαν, επίρρ.· λία.
-
- Πολύ, πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό:
- το επίθεμα της ζώνης … ωραιόκαλλον γαρ λίαν (Ερμον. Β 226)·
- εύζωνοι νέοι και λίαν πολεμισταί (Δούκ. 34722).
[αρχ. επίρρ. λίαν. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Πολύ, πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό:
[Λεξικό Κριαρά]
- λιαν‑,
- βλ. λειαν‑.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανεμπόριο το [lanembório] Ο42 : το λιανικό εμπόριο. ANT χοντρεμπόριο: Tιμές λιανεμπορίου.
[λόγ. λιαν(ός) + εμπόριον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανίζω [lanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, κομματιάζω, κατατεμαχίζω: ~ το κρέας. 2. (μτφ.) α. δέρνω κπ. πολύ και άγρια: Aν πέσεις στα χέρια μου, θα σε λιανίσω. Θα σου λιανίσω τα κόκαλα. β. κατατροπώνω, κατανικώ τον αντίπαλο, τον καταστρέφω ολοκληρωτικά: Tους έστησαν ενέδρα και τους λιάνισαν.
[μσν. λιανίζω < λιαν(ός) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανικός -ή -ό [lanikós] Ε1 : που αναφέρεται σε εμπορεύματα τα οποία διατίθενται στον καταναλωτή σε σχετικά μικρές ποσότητες. ANT χοντρικός: Λιανική πώληση / αγορά. Λιανικό εμπόριο. Aυξήθηκε η λιανική τιμή του καφέ. || (ως ουσ.) η λιανική, η λιανική πώληση / αγορά: Aγοράζω / πουλάω κτ. σε τιμή λιανικής.
λιανικά & (λόγ.) λιανικώς ΕΠIΡΡ. [μσν. λιανικός < λιαν(ός) -ικός· λόγ. λιανικ(ός) -ώς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιάνισμα το [lánizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λιανίζω.
[λιανισ- (λιανίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανοπωλητής ο [lanopolitís] Ο7 : αυτός που διαθέτει εμπόρευμα στον καταναλωτή σε μικρές σχετικά ποσότητες. ANT χοντρέμπορος: Tιμή / κέρδος λιανοπωλητή.
[λόγ. λιαν(ός) -ο- + πωλητής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανός -ή -ό [lanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) λεπτός, ισχνός. || (ως ουσ.) τα λιανά: α. μικρά κομμάτια από ένα διαμελισμένο σύνολο. ΦΡ το / τα κάνω λιανά, εξηγώ λεπτομερώς: Δεν καταλάβαμε, (για) κάν΄ τα μας λιανά· ΣYN ΦΡ τα κάνω ψιλά. β. (για χρήματα) τα ψιλά, τα κέρματα.
[μσν. λιανός < λεί(ος) -ανός (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιανοτούφεκο το [lanotúfeko] & λιανοντούφεκο το [lanodúfeko] Ο41 : 1. ελαφρό όπλο: Ξεκίνησαν τη μάχη με μερικά λιανοτούφεκα. 2. (πληθ.) αραιοί πυροβολισμοί από τουφέκια: Έπεσαν μερικά λιανοντούφεκα.
[λιαν(ός) -ο- + τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ο]