Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λήσταρχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λήσταρχος ο [lístarxos] Ο20 : 1. (ιστ.) ο αρχηγός των ληστών3, ο αρχιληστής. 2. (μτφ.) αυτός που αισχροκερδεί.

[λόγ. < ελνστ. λFήσταρχος]

[Λεξικό Κριαρά]
λήσταρχος ο.
  • Αρχηγός ληστρικής συμμορίας:
    • (Φλώρ. 1364).

[μτγν. ουσ. λῄσταρχος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες