Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λήπτης ο [líptis] Ο10 θηλ. λήπτρια [líptria] Ο27 : αυτός που παίρνει, που δέχεται κτ. ANT δότης. || (ειδικότ.) αυτός που δέχεται από κπ. άλλο κάποιο όργανο για μεταμόσχευση ή αίμα για μετάγγιση ή σπέρμα για τεχνητή γονιμοποίηση: H λήπτρια ευχαρίστησε τους συγγενείς του δότη για τη δωρεά του νεφρού.
[λόγ. < ελνστ. λήπτης· λόγ. λήπ(της) -τρια]