Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λήξη η [líksi] Ο31 : το τέλος, ο τερματισμός μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας, ενός γεγονότος, μιας χρονικής περιόδου. ANT έναρξη: ~ εργασίας / απεργίας / συναγερμού / επιφυλακής. Tα τρόφιμα πρέπει να γράφουν ημερομηνία λήξεως. Ο διαιτητής σφύριξε τη ~ του παιχνιδιού. H ανάπτυξη του καπιταλισμού σήμανε τη ~ της κυριαρχίας της φεουδαρχίας. || ~ γραμματίου, η ημέρα κατά την οποία πρέπει αυτό να εξοφληθεί.
[λόγ. < αρχ. λῆξις (-σις > -ση)]