Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λήθη η [líθi] Ο30 (συνήθ. εν.) : ANT μνήμη. 1. η λησμονιά, το να ξεχνάει κανείς ή να ξεχνιέται κτ.: Παραδίδω κτ. στη ~. ~ στο παρελθόν, ας ξεχαστεί το παρελθόν. Ευεργετική ~ κάλυψε τα δυσάρεστα γεγονότα. 2. (ψυχ.) η πλήρης εξαφάνιση από τη συνείδηση κάποιας παράστασης, έτσι ώστε να μην είναι πια δυνατό αυτή να αναπλαστεί: H διαδικασία της λήθης είναι πιο γρήγορη για το πρόσφατο και πιο αργή για το μακρινό παρελθόν.
[λόγ. < αρχ. λήθη]
[Λεξικό Κριαρά]
- λήθη η.
-
- Λησμονιά:
- (Διγ. Ζ 773)·
- εκφρ.
- (1) λήθης βυθός = τέλεια λησμονιά:
- (Ψευδο-Σφρ. 1522)·
- (2) της Λήθης το ποτάμι = ο ποταμός του Άδη:
- (Ζήν. Έ 367).
- (1) λήθης βυθός = τέλεια λησμονιά:
[αρχ. ουσ. λήθη. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Λησμονιά: