Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λέων ο [léon] γεν. λέοντος, αιτ. λέοντα & λέοντας ο [léondas] Ο5 θηλ. λέαινα [léena] Ο27 στη σημ. I : I1. (λόγ.) το λιοντάρι, σε ορισμένες χρήσεις ή φράσεις: Ο ~ της Xαιρωνείας, το άγαλμα. H πύλη των λεόντων του ανακτόρου των Mυκηνών. ΦΡ (κρίνω) εξ όνυχος τον λέοντα, (κρίνω) το σύνολο από ένα μικρό μέρος του. η μερίδα του λέοντος, η πιο μεγάλη μερίδα: Aπό την κληρονομιά ο γιος πήρε τη μερίδα του λέοντος. || Θαλάσσιος* ~. 2. (μτφ.) ανδρείος, γενναίος: Ο ~ της Σπάρτης.ΦΡ ένας αλλά ~, η ποιότητα υπερτερεί της ποσότητας. II. Λέων: 1. (αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βορείου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το πέμπτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 23 Iουλίου ως 22 Aυγούστου: Γεννήθηκα στο Λέοντα. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στο Λέοντα: Ο άντρας μου είναι Λέων.
[λόγ. < αρχ. λέων & αιτ. λέοντα· λόγ. < αρχ. λέαινα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λέων ο· λέοντας· λεόντας· λίοντας· λιόντας· πληθ. λεοντάδες.
-
- Λιοντάρι:
- ο βασιλεύς λέων (Διήγ. παιδ. 78· Διγ. Esc. 1123), (Ερωτόκρ. Γ́ 302).
- Οι τ. λέοντας και λιόντας ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 79), (Μαχ. 60212).
[αρχ. ουσ. λέων. Ο τ. λιόντας και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. λέοντας και σήμ.]
- Λιοντάρι: