Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λέπι το [lépi] Ο44 : 1. το καθένα από τα ημικυκλικά σκληρά πλακίδια που καλύπτουν κυρίως το σώμα των ψαριών, αλλά και μερικών ερπετών, πτηνών ή και θηλαστικών· (πρβ. φολίδα): Kαθάρισα τα λέπια και τα εντόσθια και έριξα τα ψάρια στο τηγάνι. || (οικ.) ψάρι: ~ δεν υπάρχει στην αγορά. Όλη μέρα δεν έπιασα ούτε ~, δεν ψάρεψα. 2. ως ένδειξη μεγάλης βρομιάς: Tο σώμα του έπιασε λέπια από την απλυσιά. 3. το καθένα από τα μικρά κομμάτια σκληρυμένης επιδερμίδας, που πέφτουν από το σώμα σε μερικές δερματικές παθήσεις.
[αρχ. λέπιον, υποκορ. του λέπος `ψιλή φλούδα΄, ελνστ. σημ.: `λέπι΄]
- λεπίδα η [lepíδa] Ο26 : έλασμα κοφτερού οργάνου: H ~ του μαχαιριού / του ξίφους / του ξυραφιού. Ξυριστική ~, το ξυραφάκι. Ξυριστική μηχανή με μονή / διπλή ~.
[ελνστ. λεπίς, αιτ. -ίδα `λάμα΄, αρχ. σημ.: `φλούδα΄]
- λεπίδι το [lepíδi] Ο44 : 1. η λεπίδα. 2. το κοφτερό όργανο, το μαχαίρι. ΦΡ έπεσε ~ ή τον (τους) πέρασε από ~, για ομαδική σφαγή και μτφ. για μαζικές κυρίως απολύσεις, εκκαθαρίσεις, αυστηρές τιμωρίες κ.ά.: Στις εξετάσεις έπεσε ~. Tους αξιωματικούς που πρόδωσαν, τους πέρασαν από ~.
[ελνστ. λεπίδι(ο)ν υποκορ. του αρχ. λεπίς (δες στο λεπίδα)]
- λεπίδι το· λεμπίδι.
-
- Μαχαίρι:
- Να τση το δίδει το ψωμί στου λεμπιδιού τη μούρη (Πανώρ. Γ́ 367).
[μτγν. ουσ. λεπίδιον. Ο τ. <ουσ. λεμπίδα (βλ. λεπίς, ετυμ.) και σήμ. κρητ. με διαφορ. σημασ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Μαχαίρι:
- λεπιδοβράγχια τα [lepiδovránxia] Ο40 : (ζωολ.) μεγάλη τάξη μαλακίων.
[λόγ. λεπιδ- (λεπίς δες λεπίδα) -ο- + βράγχι(ον) -α, ουδ. πληθ. του -ος]
- λεπιδόπτερα τα [lepiδóptera] Ο40 : (ζωολ.) μεγάλη τάξη εντόμων που τα φτερά τους είναι καλυμμένα από μικροσκοπικά λέπια· (πρβ. ψυχές, πεταλούδες).
[λόγ. < γαλλ. lépidoptères < αρχ. λεπιδ- (λεπίς δες λεπίδα) -ο- + πτερ(όν) -α, ουδ. πληθ. του -ος]
- λεπίζω.
-
- α) Ξεφλουδίζω:
- λεπτόκαρον λεπίσας και τον φλοιόν καθαρίσας (Ορνεοσ. αγρ. 54213)·
- β) γδέρνω:
- τον Προινοκοκκάν λεπίσας ετελείωσεν (Ψευδο-Σφρ. 5445).
[αρχ. λεπίζω. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- α) Ξεφλουδίζω:
- λέπιο το· λεπίον.
-
- Λέπι, φολίδα:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 386 (16)).
[αρχ. ουσ. λέπιον. Τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ.]
- Λέπι, φολίδα:
- λεπίς η. (Ιερακοσ. 4321, 14).
-
[αρχ. ουσ. λεπίς. Τ. λεμπίδα σήμ. ιδιωμ. και λεπίδα κοιν.]