Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λέκτορας ο [léktoras] Ο5 θηλ. λέκτορας [léktoras] & (προφ.) λεκτόρισσα [lektórisa] Ο27 : η πρώτη (κατώτερη) βαθμίδα του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
[λόγ. λέκτ(ωρ) -ορας < λατ. lector `αναγνώστης΄ σημδ. αγγλ. lecturer `μέλος πανεπιστημιακού διδακτικού προσωπικού κατώτερο από τον καθηγητή΄ (< λατ. lector)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λέκτορ(ας) -ισσα]