Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λέιζερ το [léizer] Ο (άκλ.) : 1. (φυσ.) α. διάταξη παραγωγής ή ενίσχυσης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με εκπομπή ακτινοβολίας: Xάλασε το ~ και δεν μπορούμε να πάρουμε μετρήσεις. β. η ακτινοβολία που παράγεται από τη συγκεκριμένη διάταξη: Εγχείρηση με ~. Tο ~ χρησιμοποιείται στις τηλεπικοινωνίες και στην ηλεκτρονική. 2. (ως επίθ.) α. Aκτίνες / ακτινοβολία ~. β. για μηχάνημα που χρησιμοποιεί την τεχνολογία λέιζερ: Εκτυπωτής ~.
[λόγ. < αγγλ. laser (αρκτικόλ.)]