Παράλληλη αναζήτηση
62 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λέι το [léi] Ο (άκλ.) : νομισματική μονάδα της Ρουμανίας.
[ρουμ. lei, πληθ. του leu (αρχική σημ.: `λιοντάρι΄, από την απεικόνιση πάνω στο νόμισμα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεία η [lía] Ο25α : 1. ό,τι προέρχεται από διαρπαγή σε καιρό πολέμου· λάφυρο: Πολεμική ~. || (ειδ.) για εχθρικά πλοία ή φορτία που συλλαμβάνονται σε καιρό πολέμου από το πολεμικό ναυτικό του αντίπαλου κράτους. 2. προϊόν κλοπής, ληστείας: Οι ληστές του κοσμηματοπωλείου αποκόμισαν πλούσια ~. 3. ζώο που συλλαμβάνεται και κατασπαράζεται από άλλο σαρκοβόρο· (πρβ. βορά): Tο λιοντάρι κατασπαράζει τη ~ του. 4. (μτφ.) αντικείμενο εκμετάλλευσης, κλοπής: Tο δάσος έγινε ~ των οικοπεδοφάγων. Tα πορτοφόλια ήταν εύκολη ~ για τον έμπειρο κλέφτη.
[λόγ. < αρχ. λεία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λειαίνω [liéno] -ομαι Ρ7.2 : 1. καθιστώ κτ. λείο με κάποια επεξεργασία (π.χ. ξύσιμο ή τρίψιμο): Tρίβει την τραχιά επιφάνεια του ξύλου με γυαλόχαρτο για να τη λειάνει. H πέτρα είναι καλά λειασμένη. 2. (μτφ.) εξομαλύνω κτ.: ~ το λόγο μου / ένα κείμενο, αφαιρώ τις οξύτητες.
[λόγ. < αρχ. λεαίνω, λειαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λειανά, επίρρ.
-
- Σε μικρά κομμάτια:
- Πιάστε αυτόν τον καθρέφτην και τσακίσετέ τον λειανά λειανά (Μπερτόλδος 13).
[<επίθ. λειανός. Η λ. στο Somav. (λι‑) και σήμ. (ά. γρ. λια‑)]
- Σε μικρά κομμάτια:
[Λεξικό Κριαρά]
- λειανίζω.
-
- Κομματιάζω:
- ελειάνισα όλον το ψωμίον (Μπερτολδίνος 129).
[<επίθ. λειανός + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ. (ά. γρ. λια‑)]
- Κομματιάζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- λειανικός, επίθ.
-
- (Προκ. για ζώα) μικρόσωμος·
- (εδώ) λιγοστός:
- λειανικά ζα (Μπερτόλδος 83 (έκδ. λανικά)).
- (εδώ) λιγοστός:
[<επίθ. λειανός + κατάλ. ‑ικός. Η λ. και σήμ. (ά. γρ. λια‑)]
- (Προκ. για ζώα) μικρόσωμος·
[Λεξικό Κριαρά]
- λειανόβροχο το.
-
- Ψιλή βροχή:
- (Πεντ. Δευτ. XXXII 2).
[<επίθ. λειανός + ουσ. βροχή. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ψιλή βροχή:
[Λεξικό Κριαρά]
- λειανοκοπιά η.
-
- Μικροπράγματα:
- τη λειανοκοπιά του σπιτιού τως … να τη μοιράσουν (Βαρούχ. 85339).
[<*λειανοκοπώ + κατάλ. ‑ιά]
- Μικροπράγματα:
[Λεξικό Κριαρά]
- λειανός, επίθ.
-
- α) Λεπτός, λιγνός:
- λειανό καλάμι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13423)·
- β) στενός, στενόμακρος:
- το Μακάνο έναι κάβος λειανός (Πορτολ. Α 3628)·
- γ) προκ. για ζώα μικρόσωμα, πρόβατα και κατσίκια:
- (Διήγ. πανωφ. 60), (Βαρούχ. 20515)·
- δ) (προκ. για πλοίο) που έχει λεπτό σκαρί:
- κάτεργα … λειανά (Χρον. σουλτ. 8228)·
- ε) (προκ. για αβγά) μικρός, λεπτός:
- (Κατζ. Δ́ 65)·
[<επίθ. λείος + κατάλ. ‑ανός. Η λ. στο Somav. (λια‑) και σήμ. (ά. γρ. λια‑)]
- α) Λεπτός, λιγνός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λείανση η [líansi] Ο33 : η διαδικασία, η επεξεργασία με την οποία καθίσταται κτ. λείο, η ομαλοποίηση επιφάνειας.
[λόγ. < ελνστ. λείαν(σις) -ση]