Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λέγκα η.
-
- Προέκταση, «γλώσσα» στεριάς μέσα στη θάλασσα:
- αλαργάριζε την κόστα ότι έχει μίαν λέγκα κακή (Πορτολ. Α 18213).
[<βεν. lengua]
- Προέκταση, «γλώσσα» στεριάς μέσα στη θάλασσα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεγκαλισμός ο [legalizmós] Ο17 : όρος με τον οποίο η μαρξιστική αριστερά κριτικάρει την τάση (στους κόλπους της) για υπερβολική προσήλωση στην αστική νομιμότητα, με παράλληλη εγκατάλειψη της επαναστατικής πρακτικής.
[λόγ. < γαλλ. légalisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεγκαλιστής ο [legalistís] Ο7 : αυτός που τον χαρακτηρίζει ο λεγκαλισμός: H επανάσταση απέτυχε, γιατί οι ηγέτες της ήταν λεγκαλιστές.
[λόγ. < γαλλ. légaliste (-iste = -ιστής)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεγκαλιστικός -ή -ό [legalistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο λεγκαλισμό: H μαρξιστική αριστερά δεν πρέπει να τρέφει λεγκαλιστικές αυταπάτες.
[λόγ. λεγκαλιστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεγκάτο το [legáto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) όρος που δηλώνει τη σύνδεση διαδοχικών μουσικών φθόγγων χωρίς κενό ενδιάμεσα. ANT στακάτο.
[λόγ. < ιταλ. legato]