Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέγα
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
λέγα η.
  • (Ναυτ.) μέτρο μήκους, λεύγα:
    • (Πορτολ. Α 3642).

[<βεν. lega (Kahane-Tietze 1958: 273-4]

[Λεξικό Κριαρά]
λεγάδες, επίθ.,
βλ. λογάς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεγάμενος -η -ο [leγámenos] Ε5 : (οικ., κυρ. ως ουσ.) αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αλλά αποφεύγουμε να τον ονομάσουμε για να τον μειώσουμε, να τον σκώψουμε ή για να μην καταλάβουν τρίτοι: Kι έρχεται η λεγάμενη και μου τα λέει όλα. Kάθε βράδυ ο ~ τη συναντάει στο ζαχαροπλαστείο της γωνίας, ο ερωμένος. Kοίταξε, ο ~ στέκεται μπροστά στο περίπτερο.

[λέγ(ω) -άμενος]

[Λεξικό Κριαρά]
λεγατάριος ο.
  • Αποδέκτης κληροδοτήματος:
    • Περί λεγατεύματος χωραφίου … ο λεγατάριος να δώσει δέκα φλωρία να το έχει (Βακτ. αρχιερ. 164).

[<λατ. legatarius. Η λ., καθώς και τ. λη‑, τον 6. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
λεγάτευμα το.
  • Κληροδοσία:
    • Περί λεγάτευμα δούλου, ότι χαρίζω τινός τον δούλον μου (Βακτ. αρχιερ. 163).

[<λεγατεύω + κατάλ. ‑μα]

[Λεξικό Κριαρά]
λεγατεύω· ληγατεύω.
  • Κληροδοτώ:
    • αν λεγατεύσω τινός το βόδι (Βακτ. αρχιερ. 163
    • Περί τους γονείς τους … μη ληγατεύσαντας τους παίδας αυτών (Ελλην. νόμ. 5717).

[<ουσ. λεγάτον + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. τον 5. αι. Η λ. τον 6. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
λεγάτιον το.
  • Το αξίωμα και η δικαιοδοσία ενός παπικού λεγάτου:
    • Πελάγιος του Ολβανού επίσκοπος, του αυτού λεγατίου εξουσιαστής (Διάτ. Κυπρ. 50420).

[<λατ. legatio]

[Λεξικό Κριαρά]
λεγάτον το· ληγάτον.
  • Κληροδότημα:
    • ζητά το λεγάτον τό του αφήκαν εις τον θάνατόν τους εις καμμίαν διαθήκην (Ασσίζ. 13831).

[<λατ. legatum. Ο τ. μτγν. (L‑S Suppl.). Η λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
λεγάτος ο· ληγάτος.
  • Τοποτηρητής, αντιπρόσωπος της καθολικής εκκλησίας με διοικητικά καθήκοντα· καρδινάλιος απεσταλμένος του Πάπα με προσωρινή και καθορισμένη αποστολή:
    • (Byz. Kleinchron. Ά 2024
    • εστέφθην εις τον Άγιον Νικόλαον υπό χειρός του φρε Πιέρ Τουμάς, του λεγάτου του πάπα (Μαχ. 9232).

[<λατ. legatus. Ο τ. μτγν. με διαφορ. σημασ. (L‑S Suppl.· βλ. και Lampe). Η λ. το 12. αι. και στο Meursius (‑οι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες