Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάφυρο το [láfiro] Ο42 : 1. κάθε κινητό αντικείμενο που κυριεύεται από τον αντίπαλο σε πόλεμο ή σε μάχη: Οι αρχαίοι Έλληνες αφιέρωναν ένα τμήμα από τα λάφυρα στους θεούς. Πήραν ~ τη σημαία του εχθρού. 2. προϊόν λείας, αρπαγής: Οι ληστείες απέδωσαν στη συμμορία πλούσια λάφυρα.
[λόγ. < αρχ. λάφυρον]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάφυρον το.
-
- Λάφυρο, πολεμική λεία:
- (Βίος Αλ. 2521).
[αρχ. ουσ. λάφυρον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Λάφυρο, πολεμική λεία: