Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάτρης ο [látris] Ο10 πληθ. λάτρεις θηλ. (λόγ.) λάτρις [látris] & (οικ., προφ.) λάτρισσα [látrisa] Ο27α : αυτός που αγαπάει υπερβολικά, με πάθος κπ. ή κτ.: Είναι ~ του ωραίου φύλου / του κινηματογράφου / της μουσικής / των σπορ / του ωραίου.
[λόγ. < αρχ. λάτρις ὁ, ἡ (μεταπλ. -ης) `υπηρέτης΄, ελνστ. σημ.: `λάτρης των θεών΄· λάτρ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάτρης ο.
-
- Λειτουργός του Θεού, αυτός που λατρεύει, τιμά, υπηρετεί το Θεό:
- έρχου … κρατών θυμιατήριον του Θεού, καλέ λάτρα (Παϊσ., Ιστ. Σινά 238).
[<αρχ. ουσ. λάτρις. Η λ. και σήμ.]
- Λειτουργός του Θεού, αυτός που λατρεύει, τιμά, υπηρετεί το Θεό: