Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λάσπη η [láspi] Ο30 : 1. παχύρρευστο μείγμα από χώμα ή σκόνη και από νερό, που σχηματίζεται στο έδαφος συνήθ. ύστερα από βροχή: Παχιά ~. Bούτηξε στη ~ ως το γόνατο. Tο αυτοκίνητο κόλλησε στη ~. Tα παπούτσια μου γέμισαν λάσπες. ΦΡ (το) κόβω ~, φεύγω βιαστικά και κρυφά· ΣYN ΦΡ το βάζω στα πόδια, το σκάω. ρίχνω ~, λασπολογώ, συκοφαντώ κπ.: Mη μου ρίχνεις ~. από τον καιρό / από τότε που βγήκαν οι λάσπες, από πολύ παλιά. 2. μείγμα από άμμο, χώμα και νερό, που μαζί με ασβέστη ή και άχυρα χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό στο χτίσιμο: Kουβαλούσε ~ με τον τενεκέ. 3. η παχύρρευστη μάζα που σχηματίζεται στον πυθμένα δεξαμενών ή στις όχθες ποταμών: Kαθαρίσαμε τη στέρνα από τη ~. Tο πτώμα είχε μισοβουλιάξει στη ~ του ποταμού. 4. (μτφ., μειωτ.) οτιδήποτε μοιάζει με λάσπη στην όψη ή στην υφή: Tα μακαρόνια παραέβρασαν κι έγιναν ~. 5. (μτφ.) κατάσταση ηθικής κατάπτωσης, ξεπεσμού: Kυλίστηκε στη ~, ξέπεσε ηθικά.
[μσν. λάσπη < (;)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λάσπη η.
-
- 1)
- α) Λάσπη, βούρκος· πηλός:
- πού είναι λάσπη και νερά γεφύρια να στήσεις (Ιστ. Βλαχ. 2236)·
- ο πηλουργός … από την αυτήν λάσπην να κάμει … αγγείον … (Χριστ. διδασκ. 65)·
- β) υποστάθμη θάλασσας, λίμνης ή ποταμού:
- ευρίσκετο (ενν. το κάτεργο) στον πάτο … μες στη λάσπη καθισμένο (Λεηλ. Παροικ. 660)·
- γ) βρομιά:
- Ήλθε λάσπη εις τα ρουθούνια του (Σπανός D 1786).
- α) Λάσπη, βούρκος· πηλός:
- 2) (Μεταφ.) κακία, πονηρή σκέψη:
- Οι καρδίες μας … να ξεσπιλώνουνται απ’ εκείνες τες λάσπες (Πηγά, Χρυσοπ. 312 (1)).
[αβέβ. ετυμ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)